- αγριομυρτιά
- Δενδρύλλιο της οικογένειας των ελαιϊδών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία του είναι λιγούστρο το κοινό. Είναι αυτοφυές σε δάση και θαμνότοπους σχεδόν σε όλη την Ελλάδα· σπανιότερα συναντάται στα νησιά του Αιγαίου. Είναι γνωστό και με τα ονόματα μυρτολιά (Μάνη) και νεροβεργιά. Συγγενικά είδη (λιγούστρο το ωόφυλλο, το ιαπωνικό, το καλιφορνιακό, το σινικό κλπ.)καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά. Όλα τα είδη έχουν φύλλα λογχοειδή ή ωοειδή, παχιά και σκληρά, πιο γυαλιστερά από πάνω και πιο ανοιχτόχρωμα από κάτω. Τα άνθη, μικρά, λευκά και εύοσμα, με χοανοειδή στεφάνη, είναι συγκεντρωμένα σε επάκριους βότρεις. Οι καρποί, σφαιρικές ρώγες, γίνονται μαύροι και γυαλιστεροί όταν ωριμάσουν. Από το ξύλο της α. κατασκευάζονται διάφορα εργαλεία· o φλοιός της χρησιμοποιείται στη βυρσοδεψία, από τις ρίζες της εξάγεται βαφική ουσία και τα φύλλα και τα άνθη της είναι φαρμακευτικά.
Κλαδάκι αγριομυρτιάς με ώριμους καρπούς.
Dictionary of Greek. 2013.